- πατραγαθία
- η, ΝΜΑοι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αγαθία (< -άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ-αγαθία].
Dictionary of Greek. 2013.